- κλαστάσεις
- κλαστάζωdress vinesaor subj act 2nd sg (epic)κλαστάζωdress vinesfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλαστάζω — (Α) 1. κόβω τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, κλαδεύω αμπέλι 2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον, τού κόβω τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός ή < κλάστης] … Dictionary of Greek
λαικάζω — (Α) 1. πορνεύω («βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις..., ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ 3. φρ. απρόσ. «οὐχὶ λαικάσει;» λεγόταν ως υβριστική έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τής λ. ληκῶ με αι (πρβλ.… … Dictionary of Greek